handicapped

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

handicapped (en)

  1. αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του handicap


Επίθετο[επεξεργασία]

handicapped (en)

  1. που παρουσιάζει μια μορφή αναπηρίας, που είναι άτομο με ειδικές ανάγκες