handler

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

handler < handle + -er

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈhæn.dlə/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈhæn.dlɚ/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

handler (en)

  1. χειριστής
  2. (προγραμματισμός) πρόγραμμα (υποπρόγραμμα, συνάρτηση) που εκτελείται μετά από συμβάν (event handler) ή εξαίρεση (exception handler), πρόγραμμα που αναλαμβάνει την διαχείριση κάποιας κατάστασης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Υπώνυμα[επεξεργασία]

πληροφορική:

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • handler στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια