handling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- handling < (κληρονομημένο) μέση αγγλική handlinge < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική handlung (συγχρονικά αναλύεται σε handl(e) + -ing)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈhændl̩ɪŋ/ και /ˈhændlɪŋ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : handl‐ing
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
handling | handlings |
handling (en)
- ο χειρισμός
- η μεταχείριση
- η διακίνηση εμπορευμάτων
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
handling (en)
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Λέξεις με επίθημα -ing (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρηματικοί τύποι (αγγλικά)