handmade
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]handmade (en) (χωρίς παραθετικά)
- χειροποίητος
- ⮡ handmade shoes - χειροποίητα παπούτσια
- ≈ συνώνυμα: handcrafted
handmade (en) (χωρίς παραθετικά)