Μετάβαση στο περιεχόμενο

handwriting

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
handwriting < hand + writing

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

handwriting (en) (μη μετρήσιμο)

  • το γράψιμο, η γραφή που κάνει κάποιος με το χέρι του ή το ιδιαίτερο στυλ γραφής ενός ατόμου με το χέρι του
      I recognize his handwriting.
    Γνωρίζω το γράψιμο του.
      She has neat handwriting.
    Έχει ωραίο γράψιμο.
      clear/legible handwriting - καθαρή/ευανάγνωστη γραφή