hang in the balance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
hang in the balance (en)
- (ιδιωματισμός) έχω αβέβαιη, υπό διακύβευση, υπό ανεξέλεγκτη διακύβευση
- ↪ Victory hung in the balance.
- Η νίκη ήταν αβέβαιη.
- ↪ Victory hung in the balance.