hanté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hanté | hantés |
θηλυκό | hantée | hantées |
hanté (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hanté | hantés |
θηλυκό | hantée | hantées |
hanté (fr) αρσενικό