harangue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]harangue (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]harangue (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- harangue < ιταλική aringa, στα σημερινά ιταλικά arringa («δημόσιος λόγος»), που έδωσε επίσης το αρχαίο προβηγκιακό arengua και το καταλανικό arenga (με την ίδια έννοια). Μάλλον φτιάχτηκε από το ar(r)ingo («αρένα», «δημόσιος χώρος, χώρος συγκεντρώσεων»), που φτιάχτηκε κι αυτό, με ένα ενδιάμεσο "a", από το γοτθικό *hriggs (που προφέρεται *hrings) που ταιριάζει με το αρχαίο δημώδες φραγκικό hring («κύκλος, δακτύλιος»). Δείτε και το gringue για μια λέξη με την ίδια ρίζα, ή το ring, μέσω της αγγλικής.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
harangue | harangues |
harangue (fr) θηλυκό
- λόγος μπροστά στο κοινό, σε έναν πρίγκιπα ή άλλο σημαντικό πρόσωπο
- Prononcer une harangue.
- Harangue séditieuse.
- La tribune aux harangues.
- (οικείο) βγάζω ανιαρό λόγο ή μεγάλη επίπληξη
- Il leur a fait une longue harangue là- dessus.
- Il s’est engagé dans une interminable harangue.
- η προσφώνηση