harcèlement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

harcèlement < → δείτε τις λέξεις harceler και -ment

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /haʁ.sɛl.mɑ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
harcèlement harcèlements

harcèlement (fr) αρσενικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]