Μετάβαση στο περιεχόμενο

harken

Από Βικιλεξικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  1. ακούω
  2. χρησιμοποιείται όταν επικαλούμαι κάτι ή αναφέρομαι σε κάτι παρελθοντικό ή παλαιό