hasten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | hasten |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hastens |
αόριστος | hastened |
παθητική μετοχή | hastened |
ενεργητική μετοχή | hastening |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
hasten (en)
- επιταχύνω, επισπεύδω
- ↪ The war hastened all these changes.
- Ο πόλεμος επιτάχυνε όλες αυτές τος αλλαγές.
- ↪ We are trying to hasten things a little.
- Προσπαθούμε να επισπεύσουμε λίγο τα πράγματα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη accelerate
- ↪ The war hastened all these changes.