Μετάβαση στο περιεχόμενο

hasten

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας hasten
γ΄ ενικό ενεστώτα hastens
αόριστος hastened
παθητική μετοχή hastened
ενεργητική μετοχή hastening

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hasten < haste + -en

hasten (en)

  1. ορμώ, σπεύδω να κάνω κάτι
      He hastened up the stairs.
    Όρμησε πάνω στις σκάλες.
      I hasten to thank you.
    Σπεύδω να σ' ευχαριστώ.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη rush
  2. (επίσημο, μεταβατικό) επιταχύνω, επισπεύδω
      The war hastened all these changes.
    Ο πόλεμος επιτάχυνε όλες αυτές τος αλλαγές.
      We are trying to hasten things a little.
    Προσπαθούμε να επισπεύσουμε λίγο τα πράγματα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη accelerate