haughtier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- haughtier < haught(y) > i + -er συγκριτικό
Επίθετο
[επεξεργασία]haughtier (en)
- συγκριτικός βαθμός του haughty