haul ass
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
haul ass (en)
- (χυδαίο, ιδιωματισμός, προφορικό, αμερικανικά αγγλικά) ορμώ, σπεύδω, ενεργώ με ταχύτητα ή κινούμαι δραστήρια
Πηγές[επεξεργασία]
- haul ass - Cambridge Dictionary online