Μετάβαση στο περιεχόμενο

haunt

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
haunt haunts

haunt (en)

ενεστώτας haunt
γ΄ ενικό ενεστώτα haunts
αόριστος haunted
παθητική μετοχή haunted
ενεργητική μετοχή haunting

haunt (en)

  1. στοιχειώνω, για φάντασμα που κατοικεί σε ένα μέρος
      The ghost haunted the forest.
    Το στοιχειό στοίχειωσε το δάσος.
  2. στοιχειώνω, καταδιώκω, για μια ιδέα που μου έρχεται συνέχεια στο μυαλό και δεν μπορώ να την ξεχάσω
      He is haunted by the memories of his lost love.
    Τον στοιχειώνουν οι αναμνήσεις από το χαμένο έρωτά του.
      The idea that she lied to him haunts him.
    Τον καταδιώκει η ιδέα ότι του είπε ψέματα.
  3. καταδιώκω, κυνηγάω, που συνεχίζει να προκαλεί προβλήματα σε κάποιον για μεγάλο χρονικό διάστημα
      Bad luck is haunting him throughout his life.
    Σ' όλη του τη ζωή τον καταδιώκει η ατυχία.
      The curse of his past haunts him.
    Τον κυνηγάει η κατάρα του παρελθόντος του.