have a choice in the matter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

have a choice in the matter

  • έχω επιλογή/δικαίωμα-ικανότητα επιλογής για κάτι συγκεκριμένο

ερώτηση[επεξεργασία]

Do we have any choice in the matter?