have an edge on someone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

have an edge on someone (en)

  • έχω το πάνω χέρι σε αντιπαράθεση
  • έχω ατού έναντι του αντιπάλου
  • βρίσκομαι σε καλύτερη θέση
  • έχω το προβάδισμα