have fun
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]have fun (en)
- διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, περνάω καλά
- ⮡ we had a lot of fun on our vacation - περάσαμε πολύ καλά στις διακοπές μας