have fun

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
have fun < → δείτε τις λέξεις have και fun

Έκφραση

[επεξεργασία]

have fun (en)

  1. διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, περνάω καλά
    ⮡  we had a lot of fun on our vacation - περάσαμε πολύ καλά στις διακοπές μας