Μετάβαση στο περιεχόμενο

have in mind

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
have in mind <  δείτε τις λέξεις have, in και mind

Έκφραση

[επεξεργασία]

have in mind (en) (ιδιωματισμός)

  1. έχω υπόψη μου, θυμάμαι κάτι
      Don’t worry, I have it in mind.
    Μην ανησυχείς, το έχω υπόψη μου.
      You should always have that in mind.
    Να το έχετε πάντα υπόψη σας.
     συνώνυμα: bear in mind
  2. έχω υπόψη μου, έχω στο μυαλό μου, σκέφτομαι κάποιον ή κάτι, ειδικά για μια συγκεκριμένη δουλειά, κατάσταση κτλ.
      I have nothing in mind for his case.
    Δεν έχω τίποτε υπόψη μου για την περίπτωσή του.
      What do you have in mind?
    Τι έχεις στο μυαλό σου;
  3. (επίσημο) έχω υπόψη μου να κάνω κάτι, έχω κατά διάνοια να, σκοπεύω να κάνω κάτι
      I have it in mind to meet him.
    Έχω υπόψη μου να τον συναντήσω.
      I have it in mind to notify them.
    Έχω υπόψη μου να τους ειδοποιήσω.
      What do you have in mind to do?/What do you have in mind?
    Τι έχεις κατά διάνοια να κάμεις;