haven't

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

haven't < have + -n't (not)

Ρήμα[επεξεργασία]

haven't (en)

  • δεν έχω
    I haven't seen the movie.
    Δεν έχω δει την ταινία.
    Why haven’t we accepted the situation?
    Γιατί δεν έχουμε αποδεχτεί την κατάσταση;