headphone
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
headphone | headphones |

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]headphone (en)
- το ένα από τα δύο ακουστικά μιας συσκευής που φοριέται στο κεφάλι
ενικός | πληθυντικός |
headphone | headphones |
headphone (en)