Μετάβαση στο περιεχόμενο

healthcare

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
healthcare < health + care

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

healthcare (en) (μη μετρήσιμο)

  • η υγειονομική περίθαλψη, οι υπηρεσίες που παρέχουν ιατρική περίθαλψη
    παράδειγμα  Healthcare in our country has improved in recent years.
    Η υγειονομική περίθαλψη στη χώρα μας έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια.
    παράδειγμα  Private clinics offer fast healthcare, but at a higher cost.
    Οι ιδιωτικές κλινικές προσφέρουν γρήγορη υγειονομική περίθαλψη, αλλά με υψηλότερο κόστος.
    παράδειγμα  Citizens have the right to healthcare regardless of their financial situation.
    Οι πολίτες έχουν δικαίωμα στην υγειονομική περίθαλψη ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης.
    παράδειγμα  The government is restructuring the healthcare system to make it more efficient.
    Η κυβέρνηση αναδιαρθρώνει το σύστημα υγείας για να γίνει πιο αποτελεσματικό.

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]