heated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | heated |
συγκριτικός | more heated |
υπερθετικός | most heated |
heated (en)
- θερμαινόμενος, θερμασμένος, ζεσταμένος
- ↪ I swam in the heated pool.
- Κολύμπησα στην θερμαινόμενη πισίνα.
- ↪ I swam in the heated pool.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
heated (en)