heavily
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | heavily |
συγκριτικός | more heavily |
υπερθετικός | most heavily |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]heavily (en)
- βαριά, σε πολύ μεγάλο βαθμό
- ↪ I eat/drink/walk/sleep heavily.
- Τρώω/πίνω/περπατώ/κοιμάμαι βαριά.
- ↪ heavily in debt - βαριά χρεωμένος
- ↪ heavily armed - βαριά οπλισμένος
- ↪ I eat/drink/walk/sleep heavily.
Πηγές
[επεξεργασία]- heavily - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 157. ISBN 9780194325684., λήμμα: βαριά