Μετάβαση στο περιεχόμενο

heavily

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός heavily
συγκριτικός more heavily
υπερθετικός most heavily

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
heavily < heavy + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

heavily (en)

  • βαριά, σε πολύ μεγάλο βαθμό
      I eat/drink/walk/sleep heavily.
    Τρώω/πίνω/περπατώ/κοιμάμαι βαριά.
      heavily in debt - βαριά χρεωμένος
      heavily armed - βαριά οπλισμένος