hecatombe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- hecatombe < αρχαία ελληνική ἑκατόμβη < ἑκατόν + βοῦς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /hɛ.kaˈtɔm.beː/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hecatombe θηλυκό