heckle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

heckle (en)

  • παρενοχλώ ομιλητή με ενοχλητική, προσβλητική συμπεριφορά