heckle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
heckle (en)
- παρενοχλώ ομιλητή με ενοχλητική, προσβλητική συμπεριφορά