Μετάβαση στο περιεχόμενο

hectograph

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
hectograph hectographs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hectograph (en)

  • (ιστορία) ο πολύγραφος, ειδική συσκευή που χρησιμοποιεί χαραγμένη με γραφομηχανή (ή με το χέρι) ελαστική μεμβράνη για την αναπαραγωγή αντιγράφων
     συνώνυμα: copygraph

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • hectograph στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια