hedge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hedge (en)
- θάμνος που δρα ως φράχτης
- ασφάλιστρο κινδύνου