heirloom
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈɛəˌluːm/
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
heirloom | heirlooms |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
heirloom (en)
/ˈɛəˌluːm/
ενικός | πληθυντικός |
heirloom | heirlooms |
heirloom (en)