Μετάβαση στο περιεχόμενο

heirloom

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
heirloom heirlooms

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɛəˌluːm/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

heirloom (en)

  1. το οικογενειακό κειμήλιο
  2. (βοτανική) σπόρος παραδοσιακής ποικιλίας