heliotrope
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- heliotrope < γαλλική héliotrope < αρχαία ελληνική ἡλιοτρόπιον < ἥλιος + τρέπω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈhiːliəˌtroʊp/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
heliotrope (en)