Μετάβαση στο περιεχόμενο

hella

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

hella (en)

  • (οικείο) πολύς
    There was hella people at the party.
    Είχε πολύ κόσμο στο πάρτι.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

hella (en)

  • (οικείο) πολύ
    sorry I didn't call you last night but I was hella stoned
    Συγγνώμη που δεν σε πήρα τηλέφωνο χτες νύχτα αλλά ήμουν πολύ μαστουρωμένος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hella (fi)