helpo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | helpo | helpoj |
αιτιατική | helpon | helpojn |
helpo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | helpo | helpoj |
αιτιατική | helpon | helpojn |
helpo (eo)