helpopeto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

helpopeto < helpo + peto

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική helpopeto helpopetoj
αιτιατική helpopeton helpopetojn

helpopeto (eo)

helpopeto pri lernolibroj - αίτηση για βοήθεια σχετικά με αναγνωστικά