Μετάβαση στο περιεχόμενο

hematúria

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

hematúria (pt) < hematuria < αἷμα και οὖρον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hematúria (pt) θηλυκό