henceforth
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/hɛnsˈfɔːθ,ˈhɛnsfɔːθ/
Επίρρημα[επεξεργασία]
henceforth (en)
- εφεξής, από δω και πέρα (χρονικό)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη from now on