herausbrechen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

herausbrechen (de)

  1. σπάζω {αφαιρώντας ένα κομμάτι από ένα σύνολο)
  2. κάνω εμετό
  3. ξεπετάγομαι