herausfinden
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
herausfinden (de)
- (αμετάβατο) βρίσκω την έξοδο ή τη λύση, « τα βγάζω πέρα »
- (μεταβατικό) ανακαλύπτω