heredaĵo
(Ανακατεύθυνση από heredajxo)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | heredaĵo | heredaĵoj |
αιτιατική | heredaĵon | heredaĵojn |
heredaĵo (eo)
- η κληρονομιά, ένα αντικείμενο που κληρονομιέται