heritage
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
heritage | heritages |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]heritage (en)
- (μη μετρήσιμο) η κληρονομιά, οτιδήποτε πολύτιμο μάς έχει παραδοθεί από τις προηγούμενες γενεές
- κληρονομικό δικαίωμα, ιδιότητα που κληρονομείται
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 452. ISBN 9780194325684., λήμμα: κληρονομιά