heritage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
heritage heritages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

heritage (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η κληρονομιά, οτιδήποτε πολύτιμο μάς έχει παραδοθεί από τις προηγούμενες γενεές
    the Greek cultural heritage - η ελληνική πολιτιστική κληρονομιά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tradition
  2. κληρονομικό δικαίωμα, ιδιότητα που κληρονομείται
     συνώνυμα: inheritance

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 452. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κληρονομιά