hermetic
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- hermetic < μεσαιωνική λατινική hermeticus < ελληνιστική κοινή Ἑρμῆς Τρισμέγιστος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /hə(ɹ)ˈmɛtɪk/
Επίθετο
[επεξεργασία]hermetic (en)