hetman

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈxɛtmãn/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hetman (pl) αρσενικό

  1. παλιότερο ανώτατο στρατιωτικό αξίωμα
    • Κοζάκος υπαρχηγός
  2. (σκάκι) η βασίλισσα
     συνώνυμα: królowa

Συγγενικά[επεξεργασία]