heurt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- heurt < heurter
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
heurt | heurts |
heurt (fr) αρσενικό
- η σύγκρουση
- η πρόσκρουση
- η αντίθεση