hexamètre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ.ɡza.mɛtʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hexamètre | hexamètres |
hexamètre (fr) αρσενικό
- το εξάμετρο
ενικός | πληθυντικός |
hexamètre | hexamètres |
hexamètre (fr) αρσενικό