hide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hide | hides |
hide (en)
- το δέρμα ενός ζώου, τομάρι
- κατά το Μεσαίωνα, η έκταση γης που αρκούσε για να θρέψει μια ελεύθερη οικογένεια, περίπου 100 εκτάρια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | hide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hides |
αόριστος | hid |
παθητική μετοχή | hidden |
ενεργητική μετοχή | hiding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
hide (en)