hide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
hide hides

hide (en)

  1. το δέρμα ενός ζώου, τομάρι
  2. κατά το Μεσαίωνα, η έκταση γης που αρκούσε για να θρέψει μια ελεύθερη οικογένεια, περίπου 100 εκτάρια

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας hide
γ΄ ενικό ενεστώτα hides
αόριστος hid
παθητική μετοχή hidden
ενεργητική μετοχή hiding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

hide (en)

  1. (μεταβατικό) κρύβω
  2. (αμετάβατο) κρύβομαι

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]