Μετάβαση στο περιεχόμενο

highlight

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
highlight < high + light

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
highlight highlights

highlight (en)

  1. το αποκορύφωμα, η κορυφαία στιγμή
      It was the highlight of our evening.
    Ήταν το αποκορύφωμα της βραδιάς μας.
      This was the highlight of our stay in Rome.
    Αυτό ήταν το αποκορύφωμα της παραμονής μας στη Ρώμη.
      The highlight of the safari was having an up-close encounter with a giraffe.
    Η κορυφαία στιγμή του σαφάρι ήταν η κοντινή συνάντηση με μια καμηλοπάρδαλη.
  2. (πληθυντικός, κομμωτική) η ανταύγεια
      She is a brunette with blonde highlights.
    Είναι καστανή με ξανθές ανταύγειες.
      I am going to do highlights in my hair.
    Θα κάνω ανταύγειες στα μαλλιά μου.
  3. (για κείμενο, φωτογραφία) η τονισμένη περιοχή κειμένου ή φωτογραφίας
ενεστώτας highlight
γ΄ ενικό ενεστώτα highlights
αόριστος highlighted
παθητική μετοχή highlighted
ενεργητική μετοχή highlighting

highlight (en)

  1. προβάλλω, τονίζω ένα χαρακτηριστικό, κάνω κάτι να φαίνεται ή να ξεχωρίζει καλύτερα
      The TV highlighted the French President’s visit.
    Η τηλεόραση πρόβαλε την επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου.
      This swimsuit highlights your figure.
    Αυτό το μαγιό προβάλλει το σώμα σας.
      She put on the dress that highlights her legs.
    Έβαλε το φόρεμα που τονίζει τα πόδια της.
  2. υπογραμμίζω, σημειώνω μέρος ενός κειμένου με ειδικό χρωματιστό στυλό
      She highlighted the sentence with her yellow marker.
    Υπογράμμισε την πρόταση με τον κίτρινο μαρκαδόρο της.
  3. (πληροφορική) επιλέγω ένα ή περισσότερα αντικείμενα (όπως εικονίδια) ή μέρος κειμένου σε επεξεργαστή κειμένου (π.χ. με την χρήση του ποντικιού ή και πληκτρολογίου)
Eπιλογή κειμένου που φωτίζεται με highlight.

Συγγενικά

[επεξεργασία]