highlight
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
highlight | highlights |
highlight (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | highlight |
γ΄ ενικό ενεστώτα | highlights |
αόριστος | highlighted |
παθητική μετοχή | highlighted |
ενεργητική μετοχή | highlighting |
highlight (en)
- προβάλλω, τονίζω ένα χαρακτηριστικό, κάνω κάτι να φαίνεται ή να ξεχωρίζει καλύτερα
- ↪ She put on the dress that highlights her legs.
- Έβαλε το φόρεμα που τονίζει τα πόδια της.
- ↪ She put on the dress that highlights her legs.
- (πληροφορική) επιλέγω ένα ή περισσότερα αντικείμενα (όπως εικονίδια) ή μέρος κειμένου σε επεξεργαστή κειμένου (π.χ. με την χρήση του ποντικιού ή και πληκτρολογίου)
