highlight

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

highlight < high + light

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
highlight highlights

highlight (en)

  1. (για κείμενο, φωτογραφία]) τονισμένη περιοχή κειμένου ή φωτογραφίας
  2. (κομμωτική) η ανταύγεια

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας highlight
γ΄ ενικό ενεστώτα highlights
αόριστος highlighted
παθητική μετοχή highlighted
ενεργητική μετοχή highlighting

highlight (en)

  1. προβάλλω, τονίζω ένα χαρακτηριστικό, κάνω κάτι να φαίνεται ή να ξεχωρίζει καλύτερα
    She put on the dress that highlights her legs.
    Έβαλε το φόρεμα που τονίζει τα πόδια της.
  2. (πληροφορική) επιλέγω ένα ή περισσότερα αντικείμενα (όπως εικονίδια) ή μέρος κειμένου σε επεξεργαστή κειμένου (π.χ. με την χρήση του ποντικιού ή και πληκτρολογίου)
Eπιλογή κειμένου που φωτίζεται με highlight.

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]