highwayman
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
highwayman (en)
- ληστής, ληστής ταξιδιωτών
- (μεταφορικά) παλιάνθρωπος, κακός άνθρωπος, αλήτης
- (μειωτικό) ζώον, κοπριτόσκυλο
highwayman (en)