hiking

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hiking (en) (μη μετρήσιμο)

  • η πεζοπορία, η δραστηριότητα της πεζοπορίας για απόλαυση
    ⮡  hiking enthusiasts - λάτρεις της πεζοπορίας

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

hiking (en)