hiking
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η πεζοπορία, η δραστηριότητα της πεζοπορίας για απόλαυση
- ⮡ hiking enthusiasts - λάτρεις της πεζοπορίας
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]hiking (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του hike