hilarant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hilarant | hilarants |
θηλυκό | hilarante | hilarantes |
hilarant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hilarant | hilarants |
θηλυκό | hilarante | hilarantes |
hilarant (fr)