Μετάβαση στο περιεχόμενο

hill

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
hill hills

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hill (en)

  1. ο λόφος, το ύψωμα
      The valley is surrounded by hills.
    Η κοιλάδα περιτριγυρίζεται από λόφους.
      The city was built on the side of the hill.
    Η πόλη ήταν χτισμένη στην πλαγιά του λόφου.
  2. η ανηφόρα/ο ανήφορος, η κατηφόρα/ο κατήφορος, δρόμος ή έδαφος με κλίση προς τα πάνω ή τα κάτω
      It’s hard to start the car on a hill./It’s hard to start the car going up a hill.
    Είναι δύσκολο να ξεκινήσεις το αυτοκίνητο στην ανηφόρα.
      The car hurtled down the hill out of control.
    Το αυτοκίνητο ακυβέρνητο κατρακύλησε στον κατήφορο.

Σύνθετα

[επεξεργασία]