himself
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
himself (en) (ενικός γ' προσώπου, αρσενικό, αυτοπάθεια του he, θηλυκό herself, ουδέτερο itself, πληθυντικός themselves, χωρίς γένος himself ή themself ή themselves)
- (αυτοπαθής αντωνυμία) τον εαυτό του
- ↪ …, he said to himself - …, είπε στον εαυτό του
- (εμφατικό) ο ίδιος
- ↪ I saw the king himself.
- Είδα τον ίδιος το βασιλιά.
- ↪ I saw the king himself.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
αγγλικές αντωνυμίες - English pronouns
-
Gender of Personal pronouns in English στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 255, 383. ISBN 9780194325684., λήμμα: εαυτός, ίδιος