histoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
histoire histoires

histoire (fr) θηλυκό

  1. η ιστορία
  2. το παραμύθι
    les jeunes enfants aiment bien qu'on leur raconte une histoire le soir avant de s'endormir - στα μικρά παιδιά τους αρέσει να τους λένε ένα παραμύθι πριν αποκοιμηθούν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]